εμπτοούμαι

εμπτοούμαι
ἐμπτοοῡμαι (Α)
1. πτοούμαι, ταράζομαι
2. μτφ. συναρπάζομαι από σφοδρό πάθος (έρωτα κ.λπ.) («ἐνεπτόητο ή Ἀφροδίτη πρὸς Ἄδωνιν», Χορίκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”